ὀρύσσων

ὀρύσσων
ὀρύ̱σσων , ὀρύσσω
dig
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σορός — η, ΝΑ 1. μνήμα, σαρκοφάγος («ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ ἑπταπήχει», Ηρόδ.) 2. φέρετρο, κάσα («σορὸν ὠνήσει», Αριστοφ.) νεοελλ. το σώμα τού νεκρού αρχ. 1. αγγείο για εναπόθεση και φύλαξη τών λειψάνων, τών οστών τού νεκρού 2. σκωπτική ονομασία γέροντα ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”